συναπογεννώ

συναπογεννώ
-άω, ΜΑ [ἀπογεννῶ]
γεννώ μαζί με άλλον ή συγχρόνως («τὴν αἰτίαν συναπογεννῶσαν ἕκαστον μέρος ἑκάστου εἶναι», Πλωτίν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναπογέννησις — ήσεως, ἡ, Α [συναπογεννῶ] η από κοινού γέννηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”